- διαφθορέας
- ο (AM διαφθορεύς) (Α και θηλ. διαφθορεύς, η)1. αυτός που προκαλεί ηθική φθορά2. όποιος δωροδοκεί, δωροδόκος3. αυτός που βιάζει παρθένα ή παντρεμένη γυναίκα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διαφθορέας — ο 1. ο υπεύθυνος για την ηθική ή πνευματική διαφθορά κάποιου: H απληστία είναι διαφθορέας συνειδήσεων. 2. ο υπεύθυνος για τον παρασυρμό και διακόρευση κοριτσιών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαφθορέας — διαφθορέᾱς , διαφθορεύς corrupter masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστροφέας — ο, η (Μ διαστροφεύς) 1. αυτός που διαστρέφει, διαστρεβλώνει κάτι 2. αυτός που κάνει χειρότερο κάτι, διαφθορέας («οἱ δὲ... διαστροφέως πεπειραμένοι», Ευσ.) … Dictionary of Greek
λυμεών — ο (AM λυμεών, ῶνος) 1. καταστροφέας, αφανιστής, εξολοθρευτής («σκύλακας... λυμεῶνας τῶν ποιμνίων», Ιουλ.) 2. διαφθορέας, εκμεταλλευτής («οι λυμεώνες τής κοινωνίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λύμη «καταστροφή, όλεθρος» + κατάλ. εών (πρβλ. απατ εών)] … Dictionary of Greek
μοιχός — ο (ΑΜ μοιχός) αυτός που διαπράττει μοιχεία μσν. 1. αυτός που συνευρίσκεται με κοπέλα μικρής ηλικίας, διαφθορέας 2. αυτός που παραποιεί, που διαστρέφει κάτι μσν. αρχ. (για αρσενοκοιτία) εραστής, επιβήτορας αρχ. 1. αυτός που λατρεύει τα είδωλα,… … Dictionary of Greek
υπονοθευτής — ὁ, Α [ὑπονοθεύω] 1. αυτός που εξαπατά κάποιον 2. (ιδίως σχετικά με γυναίκες) διαφθορέας … Dictionary of Greek
φθορέας — ο / φθορεύς, έως, ΝΜΑ 1. αυτός που επιφέρει σταδιακή καταστροφή 2. διαφθορέας νεοελλ. (αερον.) μικρή στενή πλάκα ή σειρά από πλάκες ή άλλη διάταξη που προεξέχει από την επάνω επιφάνεια τής πτέρυγας ή από την άτρακτο αεροπλάνου και η οποία… … Dictionary of Greek
Φάμπρι, Ντιέγκο — (Fabbri, Φορλί 1911 – Ριτσιόνε 1980). Ιταλός δραματικός συγγραφέας, σεναριογράφος και δημοσιογράφος. Συνεργάστηκε με το λογοτεχνικό περιοδικό Φιλολογικό πανηγύρι, του οποίου διετέλεσε υποδιευθυντής. Έγραψε για το θέατρο έργα θρησκευτικής… … Dictionary of Greek
ξεμαυλιστής — ο θηλ. ίστρα αυτός που παρασέρνει, ο εκμαυλιστής, ο μαστροπός, ο διαφθορέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)